13.3.08

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΑ


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΑ

«Περνούν τα χρόνια ,οι φίλοι χάνονται
κι εγώ με τι θα μείνω; Με τούτα τα χαρτιά
προσάναμμα σε σκοτεινό ταξίδι
τον ψεύτη κόσμο πλάθοντας ξανά
μ’επινοήσεις του μυαλού; Γραψίματα
σβησίματα και δάκρυα καφτά μόνο
σαν είμαι μόνος με τούτο το κενό ;
Κι εγώ με τι θα μείνω ; Τι θα κρατώ
στο χέρι φεύγοντας ; Μίλησε Μούσα
σιωπηλή και δύστροπη ,πές μου να σε χαρώ.»

Κι η Μούσα τότε μίλησε γλυκά χαμογελώντας..

«Μη μου δειλιάζεις φίλε.Καλέ κι αμαρτωλέ
δαίμονα του φωτός.Ο δρόμος σου αυτός είναι
της δύσκολης αλήθειας. Πατάς σε δύσβατο
γκρεμό στη μέση μονοπάτι ίσα το βήμα να χωρά
κι ισορροπείς με τρόμο.Όμως πορεύου
όπως πορεύεσαι.Μην αφαιθείς να γίνεις κόλακας
και κάλπης του εαυτού σου.Πορεύου όπως
πορεύεσαι .Στη χώρα την εξακουστή θα φτάσεις
πατώντας σε καρφιά σίγουρα ματωμένος.
Έχοντας ως αντάλλαγμα στο δρόμο σου
κερδίσει γνώση που έτσι ηδονική να μην είναι άλλη».


Αυτά είπε η μούσα κ’έσβησε μες στο χλωμό σκοτάδι.


Κι είναι από τότε που έπαψε το δίκιο του
να ψάχνει,τούτος ο κόσμος σκέφτηκε
έτσι στραβός θα μείνει.Φύτρα κακή θανατερή
λέπρα τα σωθικά του.Παντού αγύρτες φθονεροί
γουρούνια παφλαγόνες,αγροίκοι και κατάρατοι
αδιάντροποι και φαύλοι ,επαίτες ψαροπούλιδες
καταραμένο γένος.Κι αντί να ξεπουλήσει
τη ζωή του σε κηρύγματα, βαρύγδουπα ποιήματα
που τα προσέχουν έμποροι,οι άθλιοι
της τέχνης μεταπράτες,έπαψε και να φαίνεται
εκεί που οι μάχες δίνονται για ψίχουλα.
Μιάς δόξας πρόσκαιρης,κοινής και τιποτένιας.

Έπαψε και να φαίνεταιι.Μα από μέσα του κρυφά
μ’άρρωστο γέλιο χαίρεται για τη λοξή του δύναμη.


Π’ανάποδα τον γύρισε και τον κρατά γενναίο.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΦΤΑΓΩΝΙΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΗΣΗ ΤΕΥΧΟΣ 6 (1995)