14.3.08

ΘΑΛΕΡΟ



ΘΑΛΕΡΟ

Φλογάτη,γελαστή,ζεστή,από τ’αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη·
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα,βασιλεύοντας
μές σε διπλή γαλήνη.

Βαριά τα χόρτα,ιδρώνανε στη αψηλήν απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νιά,που της πλαγιάς ανέβαιναν
μακριά –πλατιά τη σκάλα,

σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας ,εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιάννοι,
κι άπλων ’απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνούφαντο
κεφαλοπάνι…

Στο σύρμα,μες στο γέννημα,μονάχα τρία καματερά,
το ’να από τ’ άλλο πίσω,
την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας,τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσιο.

Σκυφτό,τη γης μυρίζωντας,και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
ζητώντας μου τα χνάρια.

Και κάτου απ’την κληματαριά την άγουρη μ’επρόσμενε,
στο ξάγναντο το σπίτι,
στρωτό τραπέζι πόφεγγε,λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φώς τ’Αποσπερίτη…

Εκεί κερήθρα μόφερε,ψωμί σταρένιο,κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπού ’χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ώς περιστέρα·

που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο,έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ’τη σφιχτή της ντυμασιά,στα στήθια της τ’αμάλαγα,
χώριζ’ολόρτη η ρώγα ·

που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού,που δε θα μπόρει’η φούχτα μου
ναν της τας χερακώσει.

Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π’αγανάχτησε
στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά,με κοίταγε,προσμένοντας,
μια σφήνα μες τα μάτια.

Εκεί τ’αηδόνια ως άκουγα,τριγύρα μου,και τους καρπούς
γευόμουν απ’το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού,του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο…

Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν’αμολήσει.

Κ’ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα,
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
μ’αδρό,γαλήνιο σώμα.

Εκεί μ’ανοίξαν το παλιό κρασί,που πλέριο ευώδισε
μες την ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά,σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θάμνα…

Φλογάτη ,γελαστή ,ζεστή,εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν’αναπαυτεί λιγάκι
πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα,και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι…

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ:ΤΙΖΙΑΝΟ