17.3.08

ΟΦΗΛΙΑ


ΟΦΗΛΙΑ

|
Στο μαύρο , το γαλήνιο κύμα, όπου κοιμούνται τ’ άστρα,
σαν μέγα πλέει κρίνο η λευκή Οφηλία,κυματίζει
απαλότατα, μες στα μακριά της πέπλα αναπαυμένη...
-Στα μακρινά δάση ακούγονται, θριαμβικές, των κυνηγών ιαχές.

Εδώ και χίλια τόσα χρόνια η Οφηλία θλιμμένη,
λευκό φάσμα,διαβαίνει στον μέγα μαύρον ποταμό·
εδώ και χίλια τόσα χρόνια η ολογλυκειά της τρέλα
ελεγεία ψάλλει σιγανή στην αύρα της εσπέρας.

Ο άνεμος της φιλά τα στήθη , της ξετυλίγει τα μεγάλα πέπλα,
Μπουμπούκια , λές, νανουρισμένα γαλήνια στο νέρο·
οι ιτιές αναρριγώντας κλαίνε της πάνω στον ώμο,
στο μετωπό της το μεγάλο που ονειρεύεται σκύβουν τα σπάρτα.

Ολόγυρά της νούφαρα στενάζουνε ρυτιδωμένα·
που και που ξυπνά κάποια φωλιά , σε κάποιαν κοιμισμένη οξιά,
κι ανασκιρτά από μέσα της ένα μικρό φτερούγισμα:
-Ένα τραγούδι μυστικό πέφτει από τα χρυσ’ άστρα.

||

Ώ αχνή Οφηλία ! σαν το χιόνι ωραία!
Ναί πέθαινες , παιδούλα , έρμαιο του ποταμου!
-Ότι χιμώντας οι άνεμοι απ’τα ψηλά βουνά της Νορβηγίας
σου ψιθυρίζαν λόγια της πικρής ελευθεριάς·


ότι το φύσημα του αγέρα πλέκοντας τα μακριά μαλλιά σου
θροούσε ήχους πρωτόγνωρους του ονειροπόλου νού σου·
ότι άκουγε η καρδιά σου το τραγούδισμα της Φύσης
στον θρήνο των κυπαρισσιών , στους στεναγμούς της νύχτας·


ότι η κραυγή της τρελής μάνας, άμετρος ρόγχος,
επλήγωνε το παιδικό σου στήθος, τόσο ανθρώπινο , τόσο γλυκύ·
ότι ένα απριλιάτικο πρωινό,ο ωραίος αχνός ιππότης,
ο θλιβερός τρελός , έγειρε αμίλητος στα γονατά σου!

Ούρανος!Αγάπη!Ελευθεριά!Τι όνειρο,Τρελή καημένη!
Έλιωνες μέσα του, θαρρείς καθώς νιφάδα στη φωτιά:
Τα οράματά σου απέραντα, κι έπνιξαν τη μιλιά σου
-και του Απείρου ο τρόμος εκαθήλωσε τα γαλανά σου μάτια!

|||

-Κι ο Ποιητής διηγείται πως, με τη μαρμαρυγή των άστρων,
έρχεσαι νύχτα για να βρείς τ’άνθη που είχες συνάξει,
και πως την είδε στα νερά, μες στα μακριά της πέπλα
αναπαυμένη , να πλέει σαν μέγα κρίνο, τη λευκή Οφηλία.

Αρθούρος Ρεμπώ