23.5.08

((AMERS))


ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ:PICASSO

((AMERS))

…Στενά είναι τα πλοία, στενή η κλίνη μας.
Απέαραντ’ η έκταση των νερών, πιό τεράστια η αυτοκρατορία μας
Στίς κλειστές κάμαρες του πόθου.
Μπαίνει το Θέρος, πούρχεται απο θάλασσα. Στη θάλασσα μόνη
θα πούμε
Τι ξένοι που υπήρξαμε στις γιορτές της Πολιτείας, και τι ανερχόμενον
άστρο από τις υποβρύχιες γιορτές
Ηρθ’ ένα βράδι, πάνου στην κλίνη μας, να οσφρανθεί τη θεία κλίνη.
Μάταια η κοντινή γη μας χαράζει το συνορό της. Ένα ίδιο κύμα στον
κόσμο, ένα ίδιο κύμ’ απ’ τον καιρό της Τροίας
Κυλάει τη λαγόνα του ώς εμάς. Στ’ ανοιχτά τα πολύ μεγάλα
μακριά μας τυπώθηκε κάποτε τούτ’ η πνοή...
Κ’ η χλαλοή ένα βράδι είταν μεγάλη μέσα στίς κάμαρες: ο ίδιος
ο κοχυλόηχος θάνατος, διόλου δε θα μπορούσε ν’ ακουστεί!
Αγαπάτε, ώ ζευγάρια τα πλοία• και τη φουσκωμένη θάλασσα
μέσα στίς κάμαρες!
Η γή ένα βράδι κλαίει τους θεούς της, κι ο άντρας κυνηγά τα ρούσα
ζώα•οι πολιτείες πέφτουν στη φθορά, οι γυναίκες ονειρεύονται...Άς είναι
πάντα στην πόρτα μας
Τούτ’ η απέραντη αυγή που τη λένε θάλασσα-αφρός φτερών και
ξεσήκωμα όπλων• έρωτας και θάλασσ’ από ίδιο κρεβάτι, έρωτας και θάλασσα
στο ίδιο κρεβάτι – και τούτος ακόμα ο διάλογος μέσα στίς κάμαρες:

2

«...Έρωτα, έρωτα, πού έτσι ψηλά κρατάς την κραυγή της γεννησής μου,
τι θάλασσα που είναι σε πορεία πρός την Αγαπημένη! Άμπελος πατημένη
σ’ όλους τους γιαλούς, ευεργεσία από αφρό σε κάθε σάρκα, και τραγούδι από
φυσαλίδες στούς άμμους...Τιμή, τιμή στη θεία Ζωντάνια!

Εσύ, ο άπληστος άντρας που με γδύνεις: κύρης πιο γαλήνιος απ’ τον
Καπετάνιο πάνου στο πλοίο του. Και τόσο πανί ξεγίνεται, δεν υπάρχει πιά
γυναίκα πάρ’ αποδεχτή. Ανοίγεται το θέρος που ζεί από θάλασσα. Κ’ η καρ-
διά μου σ’ ανοίγει γυναίκα πιο δροσάτη απ’ το πράσινο νερό: σπόρος και χυ-
μός από γλύκα, τ’ οξύ με το γάλα αναμιγμένο, το αλάτι με το πύρινο αίμα,
και το χρυσάφι και το ιώδιο, κ’ επίσης η γεύση του χαλκού στην πρώτη αρχή
της πίκρας- όλ’ η θάλασσα μέσα μου σα μέσα στη μητρικήν υδρία...

Και πάνου στο γιαλό του κορμιού μου ο θαλασσογεννημένος άντρας
ξαπλώθηκε. Άς δροσίσει το προσωπό του ώς μέσα στην πηγή κάτου απ’ τους
άμμους· κι άς χαρεί στο αλώνι μου, σαν το θεό τον σημαδεμένο από αρσενική
φτέρη...Διψάς, αγάπη μου; Είμαι η γυναίκα στα χείλη σου πιό καινούρια
απ’ τη δίψα. Και το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια σου σα μέσα στα δρο-
σερά χέρια ναυαγίου, ά! Άς σου είναι μέσα στη θερμή νύχτα δροσιά
μύγδαλου και γεύση αυγής, κι αρχική γνώση του καρπού στην ξενικήν αχτή.

Ονειρεύτηκα, ένα βράδι, νησιά πιο πρασ’ απ’ τ’ όνειρο...Κ’ οι
θαλασσοπόροι κατεβαίνουν στην αχτή αναζητώντας κάποιο κυανό νερό• βλέπουν
- είναι η άμπωτη- το ξαναγινωμένο κρεβάτι των περίρρυτων άμμων: η κλα-
ρωτή θάλασσ’ αφήνει εκεί, κατολισθαίνοντας, τα τριχώδη τούτ’ αποτυπώματα,
σα μεγάλες φαινικιές θανατωμένες, μεγάλα εκστατικά κορίτσια που δακρυσμένα
τα πλαγιάζει μέσα στις ποδιές των και μέσα στους λυμένους πλοκάμους των.

Κ’ είναι τούτες εδώ παραστάσεις του ονείρου. Μα εσύ ο άντρας με το
ευθύ μέτωπο, πλαγιασμένος μέσα στην πραγματικότητα του ονείρου, ρουφάς
μ’ ολοστρόγγυλο στόμα, και ξέρεις το καρχηδόνιο επιχρισμά του: σάρκα από
ρόδι και καρδιά απ’ αγριόσυκο, σύκο της Αφρικής και καρπός της Ασίας...
Καρποί της γυναίκας, ώ αγάπη μου, είναι πιό κι από καρπούς της θάλασσας:
από μένα, άβαφη κι αστόλιστη, δέξου τους αρραβώνες του θαλάσσιου Θέρους...»

3

«...Μοναξιά, στην καρδιά του αντρός. Παράδοξος ο άντρας, χωρίς αχτή,
πλάι στην παράχτια γυναίκα: Και θάλασσα ο ίδιος εγώ στην ανατολή σου,
σα στο χρυσόμικτον άμμο σου, άς πάω ακόμ’ αργοπορώντας, πάνου στην
αχτή σου, στο αργότατο ξετύλιγμα των χωματένιων βραχιολιών σου-γυναίκα
που γίνεται και ξεγίνεται με το κύμα που τη γεννά...

Κ’ εσύ αγνότερη ώς είσαι πιο γυμνή, με μόνα τα χέρια σου ντυμένη,
διόλου δεν είσαι Παρθένος των μεγάλων βυθών, ορειχάλκινη ή ασπρομάρμαρη
Νίκη που την ανασέρνουν, μαζί με τον αμφορέα, μέσα στούς μεγάλους• βράχους
φορτωμένους φύκια της μεροκαματιάς της θάλασσας• μα σάρκα γυναίκας
στο προσωπό μου, ζέστα γυναίκας κάτου απ’ την όσφρηση μου, και γυναίκα
που τη φωτίζει τ’ άρωμα της σαν της ρόδινης φωτιάς η φλόγ’ ανάμεσα στα μισοδεμένα δάχτυλα.

Και σαν το αλάτι μέσ’ στο στάρι, η θάλασσα στην πρώτη αρχή της μέσα
σου, η πραγματικότητα μέσα σου που υπήρξε από θάλασσα, σούδωσε τούτη
τη γεύση ευτυχισμένης γυναίκας και που τη ζυγώνουν...Και το προσωπό σου
είναι ανεστραμμένο, το στόμα σου καρπός να φαγωθεί, σε βάθος βάρκας, μέσα
στη νύχτα. Ελεύτερη η ανάσα μου πάνου στο λαιμό σου, και το φούσκωμα
απ’ όλες τις μεριές των άγριων νερών του πόθου, σα στις παλίρροιες κοντινής
σελήνης, όταν η θηλυκιά γής ανοίγεται στη λάγνη κ’ εύστροφη θάλασσα,
Στολισμένη φυσαλίδες, ώς μέσα στα τέλματα της, στις θειαφένιες ερήμους της,
κ’ η φουσκωμένη θάλασσα με τον κρότο μάγγανου, μέσα στα χόρτα, η νύχτα
είναι γεμάτη λουλουδίσματα...

Ώ αγάπη μου πούχεις τη γεύση θάλασσας, άς βόσκουν άλλοι μακριά
από θάλασσα το βουκολικό στο βάθος κλειστών φαραγγιών-δυόσμο,
μελισσόχορτο και μελίλωτο, χλιάδες άλυσσου και ρήγανης- κι ο ένας μιλάει
εκεί για μελισσοτρόφια κι ο άλλος μελετάει εκεί για προβατοτρόφια, κ’ η αθόρυβη
προβατίνα φιλεί τη γής στίς ρίζες των τοίχων από μαύρη γύρη. Τον καιρό που
τα ροδάκινα δένουνται, κ’ έχουν διαλεχτεί τα δεσίματα για την άμπελο, εγώ
έκοψα τον κανάβινο κόμπο που κρατεί το σκάφος στο λίκνο του, στο ξύλινο
λίκνο του. Κι έρωτας μου είναι πάνου στίς θάλασσες! Κι ο καημός μου είναι
πάνου στίς θάλασσες!...

Στενά είναι τα πλοία, στενός ο αρραβώνας• και πιό μέτρο σου, ώ
πιστό κορμί της Αγαπημένης... Και τ’ είναι το ίδιο τούτο κορμί παρ’ είκόνα
και σχήμα καραβιού; βάρκα και ναύς, κι αναθηματικός νάρθηκας ώς
μέσα στο μεσιανό άνοιγμα του• οδηγημένο σε σχήμα καρίνας, κι απάνου στις
καμπύλες της ταιριασμένο, λυγίζοντας το διπλόν αψίδιο από φίλντισι στον
πόθο των γεννημένων από θάλασσα καμπυλών...Οι συναρμοστές σκαφών,
σ’ όλους τους καιρούς, είχαν τούτον τον τρόπο να δένουν την τρόπιδα στο
παιγνίδι που παίζουν οι πόστες κ’ οι κυρτές στρώσες.

Πλοίο, όμορφό μου πλοίο, που ενδίδει στα ζευγάρια του και φέρει το
βάρος μιάς νύχτας, μου είσαι πλοίο φορτωμένο ρόδα. Σπαράζεις πάνου
στο νερό αλυσίδα προσφορές. Κ’ ιδού εμείς, ενάντια στο θάνατο, πάνου
στούς δρόμους από μαύρους άκανθους της ολοπόρφυρης θάλασσας...Απέραντη
η αυγή που τη λένε θάλασσα, απέρντ’ η έκταση των νερών, και πάνου στη
γή καμωμένη όνειρο στα μενεξεδένια σύνορα μας, όλ’ η φουσκοθαλασσιά
μακριά πού υψώνει και στεφανώνεται με υάκινθους σαν ένας λαός από εραστές!

Δεν υπάρχει πιο αψηλός σφετερισμός παρά στο πλοίο του έρωτα.

Saint-John Perse 1887-1975
ΜΤΦΡ. ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ