Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει,
στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως,
μια προτομή μαρμάρινη. Τ' αδέρφι μου τη βλέπει
διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: Αυτός.
Θα'χει πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μώλους και νησιά,
τη θάλασσα περσότερο, τ' αγέρι·
εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά.
Μα θα 'χουμε και οι δύο τόσο υποφέρει!
Emile Despax (1881-1915)
ΜΤΦΡ. Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
16.5.08
ULTIMA
Ετικέτες
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ,
DESPAX EMILE