9.5.08

ΤΑΞΙΔΙ


ΤΑΞΙΔΙ

Μέρες νύχτες τώρα στέκει αρματωμένο
το καράβι. Πρίμο αγέρι καρτερόντας
με πιστούς καθόμουν φίλους, με το γλέντι
υπομονή να κάμω και καρδιά ζητόντας
κάτω στο λιμάνι.

Και διπλά ανυπομονούσανε και κείνοι:
-Το πιο γρήγορο σου ευχόμαστε ταξίδι,
τον καλόν, από καρδιάς, τον πηγαιμό σου.
Σε προσμένουν πλήθια ταγαθά στους κόσμους,
και τιμή κι αγάπη θάβρης σα γυρίσης
μες στην αγκαλιά μας.

Κι από σύναυγα φωνές κακό κι αντάρα
κι οι στριγγιές του ναύτη διώχτουνε τον ύπνο.
Όλα πήγαιν’ έλα, τρέχουν, ζωντανεύουν,
για να κάμομε πανιά στο πρώτο απόγειο.

Και σαν τάνθη ανοίγουν τα πανιά στη αύρα
και μ’ αγάπης λαύρα ξετραβά ο νήλιος.
Φεύγουν τα πανιά, ψηλά τα νέφη φεύγουν,
όλοι απ’ το γιαλό μας προβοδούν οι φίλοι
με τραγούδια ελπίδας και φαντάζουντ’ έτσι,
στης χαράς τη μέθη, μια χαρά πως θάναι
κι όλο το ταξίδι σαν του μισεμού μας
την αυγή και σαν τις πρώτες αστρο-
φωτισμένες νύχτες.

Μ’ άστατοι καιροί από το θεό σταλμένοι
έξω από το δρόμο πούχε βάλη πρώρα
τον λοξεύουν.Φαίνεται πως παρατιέται
στη διαθεσή τους, κ’ ήσυχα πασκίζει
να τους ξεγελάση-στο σκοπό του πάντα
μ’ όλη τη λοξοδρομιά του.

Μ’ από τα κουφόηχα σκότια μάκρη
στέλλ’ η τρικυμιά το μηνυμά της
π’ όλο και σιμώνει. Στα νερά σαρώνει
κάτω τα πουλιά, τις φουσκωμένες
σφίγγει των ανθρώπων τις καρδιές, και να την
ήρθε! μπρός στην άγρια αμερωτή της λύσσα
κάτω τα πανιά με γνώση ο καπετάνιος·
και με το αγωνία γιομάτο τόπι παίζουν
κύματα κι ανέμοι.

Πέρα στ’ ακρογιάλι εκείνο στέκουν
φίλοι κι αγαποί, στη στεριά πάνω τρέμουν,
Άχ, γιατί λοιπόν δεν έμεν’ εδώ πέρα!
Άχ, η τρικυμία! Και μακρυά συρμένος
από τη χαρά! έτσι ο καλός να πάη
χαμένος; α έπρεπε...α να μπόρειε, θέ μου!

Μα άντρας στέκεται εκείνος στο τιμόνι.
Το καράβι παίζουν κύματα κι άνεμοι,
κύματα κι άνεμοι όχι την καρδιά του.
Με περήφανη ματιά μετράει την άγρια
άβυσσ’ ωργισμένη, κα τα θάρρη του έχει,
είτε κι όξω πέση είτε αράξη,
στούς Θεούς του εκείνος.

GOETHE 1749-1832
ΜΤΦΡ. Ι.Ν.ΓΡΥΠΑΡΗΣ