Friedrich Hoelderlin, 1770–1843
IN MEMORIAM
Πνέει ο βορειοδυτικός άνεμος
Ο πιό αγαπημένος μου απ’ τους ανέμους
Γιατί υπόσχεται στα πλοία
Φλογερή πνοή και καλό ταξίδι.
Φύγε λοιπόν και φέρε τον χαιρετισμό μου
Στον ωραίο Γαρούνα
Στους κήπους του Μπορντώ
Εκεί όπου κυλάει το μονοπάτι
Στην αιχμηρή όχθη και μες στον ποταμό
Βαθύ το ρυάκι χύνεται κι’ απάνω του
Σκύβουν και βλέπουν δυό βελανιδιές ευγενικές
Και ασημένιες λεύκες.
Αναπολώ ακόμα και ξαναβλέπω
Τις πλατιές κορυφές των δέντρων που τις κρεμούσε
Πάνω απ’ το μύλο των φτελιών το δάσος.
Μα στην αυλή ψηλώνει μια συκιά.
Εκεί πάνε τις γιορτές
Οι μελαχροινές γυναίκες.
Πάνω στο χώμα το γλυκό σαν το μετάξι,
Τον καιρό του Μάρτη,
Όταν οι μέρες και οι νύχτες έχουν τις ίδιες ώρες,
Όταν πάνω στα σιγαλινά μονοπάτια,
Περνούν οι λικνιστές αύρες,
Φορτωμένες λαμπρά όνειρα.
Ώ δώστε μου
Του σκοτεινού φωτός γεμάτο
Το ποτήρι με τ’ αρώματα
Για να γευτώ τη γαλήνη, γλυκειά είναι
Η νάρκη ανάμεσα στους ίσκιους
Δεν είναι καλό
Χωρίς μέθη να μένης,
Όταν οι πεθαμένες σκέψεις σε κυκλώνουν κι’ όμως
μια ομιλία είναι ωραία, να λέη
Ό, τι αισθάνεται η καρδιά, ν’ ακούη να μιλή πολύ
για μέρες αγάπης,
και για πράγματα που έγιναν.
Αλλά που είναι οι αγαπημένοι μου; Ό Μπελαρμέν
Με το συντροφό του; Πολλοί άνθρωποι
Φοβούνται να πάνε ώς την πηγή:
Γιατί από τη θάλασσα
Κτατούν τα πλούτη τη γενιά τους.
Αυτοί, σαν τους ζωγράφους, μαζεύουν
Τις ομορφιές της γής και διόλου
Δεν περιφρονούν τη φτερωτή πάλη,
Ούτε και άν ολοχρονίς στη μοναξιά θα μείνουν
Κάτω απ’ τους άφυλλους ιστούς εκεί όπου τη νύχτα
Δεν την πληγώνουν τα γορτινά φώτα των πόλεων
Μακριά από τη μουσική και τους χορούς της χώρας.
Αλλά τώρα πρός τους Ινδούς
Έφυγαν οι άνθρωποι
Έκει πέρα στις αέρινες κορυφές
Στα όρη των αμπελιών, απ’ όπου
Κυλάει ο Δορδόνης
Εκεί που ο ποταμός συγχέεται
Με τον λαμπρό και τον πλατύ, σαν θάλασσα, Γαρούνα.
Η λίμνη πέρνει και δίνει την ανάμνηση,
Και ο έρωτας με το ακούραστο πάντα βλέμμα του
Βλέπει.
Αλλά ό, τι μένει των ποιητών είναι έργο.
Friedrich Hoelderlin, 1770–1843
«Ποιητική Τέχνη Ι» Μάρτης 1947
ΜΤΦΡ. ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
IN MEMORIAM
Πνέει ο βορειοδυτικός άνεμος
Ο πιό αγαπημένος μου απ’ τους ανέμους
Γιατί υπόσχεται στα πλοία
Φλογερή πνοή και καλό ταξίδι.
Φύγε λοιπόν και φέρε τον χαιρετισμό μου
Στον ωραίο Γαρούνα
Στους κήπους του Μπορντώ
Εκεί όπου κυλάει το μονοπάτι
Στην αιχμηρή όχθη και μες στον ποταμό
Βαθύ το ρυάκι χύνεται κι’ απάνω του
Σκύβουν και βλέπουν δυό βελανιδιές ευγενικές
Και ασημένιες λεύκες.
Αναπολώ ακόμα και ξαναβλέπω
Τις πλατιές κορυφές των δέντρων που τις κρεμούσε
Πάνω απ’ το μύλο των φτελιών το δάσος.
Μα στην αυλή ψηλώνει μια συκιά.
Εκεί πάνε τις γιορτές
Οι μελαχροινές γυναίκες.
Πάνω στο χώμα το γλυκό σαν το μετάξι,
Τον καιρό του Μάρτη,
Όταν οι μέρες και οι νύχτες έχουν τις ίδιες ώρες,
Όταν πάνω στα σιγαλινά μονοπάτια,
Περνούν οι λικνιστές αύρες,
Φορτωμένες λαμπρά όνειρα.
Ώ δώστε μου
Του σκοτεινού φωτός γεμάτο
Το ποτήρι με τ’ αρώματα
Για να γευτώ τη γαλήνη, γλυκειά είναι
Η νάρκη ανάμεσα στους ίσκιους
Δεν είναι καλό
Χωρίς μέθη να μένης,
Όταν οι πεθαμένες σκέψεις σε κυκλώνουν κι’ όμως
μια ομιλία είναι ωραία, να λέη
Ό, τι αισθάνεται η καρδιά, ν’ ακούη να μιλή πολύ
για μέρες αγάπης,
και για πράγματα που έγιναν.
Αλλά που είναι οι αγαπημένοι μου; Ό Μπελαρμέν
Με το συντροφό του; Πολλοί άνθρωποι
Φοβούνται να πάνε ώς την πηγή:
Γιατί από τη θάλασσα
Κτατούν τα πλούτη τη γενιά τους.
Αυτοί, σαν τους ζωγράφους, μαζεύουν
Τις ομορφιές της γής και διόλου
Δεν περιφρονούν τη φτερωτή πάλη,
Ούτε και άν ολοχρονίς στη μοναξιά θα μείνουν
Κάτω απ’ τους άφυλλους ιστούς εκεί όπου τη νύχτα
Δεν την πληγώνουν τα γορτινά φώτα των πόλεων
Μακριά από τη μουσική και τους χορούς της χώρας.
Αλλά τώρα πρός τους Ινδούς
Έφυγαν οι άνθρωποι
Έκει πέρα στις αέρινες κορυφές
Στα όρη των αμπελιών, απ’ όπου
Κυλάει ο Δορδόνης
Εκεί που ο ποταμός συγχέεται
Με τον λαμπρό και τον πλατύ, σαν θάλασσα, Γαρούνα.
Η λίμνη πέρνει και δίνει την ανάμνηση,
Και ο έρωτας με το ακούραστο πάντα βλέμμα του
Βλέπει.
Αλλά ό, τι μένει των ποιητών είναι έργο.
Friedrich Hoelderlin, 1770–1843
«Ποιητική Τέχνη Ι» Μάρτης 1947
ΜΤΦΡ. ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ