13.5.08

ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ


ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ

Σπάσε τις αλυσίδες σου,
πένθιμο καράβι, κοιμισμένο κοντά στις αποβάθρες!
Μην ακούς πια
τη φωνή τη νευριασμένη, τη φωνή την κλαψερή της κιθάρας
στ’ ανήσυχα τα χέρια των ναυτικών, των πιλότων!
σπάσε τις αλυσίδες σου!...Είναι στον αέρα ένα ρίγος
πουλημένου έρωτα στις ταβέρνες, πάνω στον ποταμό,
έρωτα χτηνώδικου, που ξεχνάει μόλις απολάψει,
έρωτα χωρίς πόνο, φιλιών χωρίς παρακάλια,
φιλιών που δαγκάνουν, που πονούν, μα που δεν ξέρουν να σκλαβώνουν...
Άσε το παρελθόν κοντά στις αποβάθρες, Καράβι μου!
Κύματα ονείρου, άσπροι αφροί μακρυά, σου κάνουν νεύματα
να πάρεις την απόφαση να ξεκινήσεις.

Ανεβαίνει το φεγγάρι, φωτίζοντας όλη τη θάλασσα!
(Κοίτα τα χάδια των αφρών μέσα στο φεγγαρίσιο φώς...)
Ξεκίνα γρήγορα, φύγε γρήγορα, Καράβι μου,
Το Μέλλον σε καλεί-πήγαινε προς τη θάλασσα!
Γιατί μόνη η θάλασσα, που είναι προδότρα, δεν ψευτίζει:
Ανθίζει σε νησιά για τον ανυπόμονο ναυαγό
και για τ’ όνειρο που ποθεί ν’ αναπαυθεί.

Χίμαιρα;.., Τι σημαίνει;... Άν η χίμαιρα
μας δίνει τον πυρετό της αναχώρησης!
Άσε το παρελθόν κοντά στις αποβάθρες, Καράβι μου!
-Ξεσπάει σε λυγμούς αργούς το πένθιμο τραγούδι στις κιθάρες
κ’ είναι φιλιά ζεστά στίς ταβέρνες, πάνω στον ποταμό...
Τράβα για τ’ ανοιχτά, πήγαινε προς τη θάλασσα, σπάσε τις
αλυσίδες σου,
μην ακούς πια τη μαγεία του που ξετρελλαίνει!

Φεύγοντας όμως για να σχίσεις γοργότερα
τη νύχτα και το διάστημα,
ρίξε στη θάλασσα τη σαβούρα της πίκρας,
τη σαβούρα σου της αγωνίας και της κούρασης
-της πεθαμένης, της μολυσμένης ζωής-
και , με την πρώρα βέλος, ανάμεσα από τις κραυγές των γλάρων,
χύμηξε προς τη θάλασσα.

Joao de Barros 1881-1960
ΜΤΦΡ.ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ