22.5.08

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Σκέπαζ’ ω Δία,
με καταιγίδες σύνεφφα τον ουρανό σου
κι’ αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
παρόμοια με παιδί, που εύκολα
των γαϊδουραγκαθιών θερίζει τα κεφάλια-
το χέρι σου όμως μακριά
από τη γή μου κράτα
κι’ απ’ την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
καθώς κι από το τζάκι μου,
που για τη ζεστασιά του με ζηλεύεις.

Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο
κάτω απ’ τον ήλιο από σάς, θεοί!
Με ψίχουλα
σείς τη Μεγαλοσύνη σας
από θυσίες θρέφετε
και προσευχές
και θα πεινούσατε, άν δε βρίσκουνταν
ζητιάνοι και παιδιά
κουτοί γεμάτοι ελπίδες.

Σάν είμουνα παιδί,
να πράξω τι, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν νάταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν’ ακούσει,
κάποια καρδιά, σάν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.

Εμένα ποιός με βοήθησε,
Όταν την περηφάνια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιός απ’ το θάνατο με γλίτωσε
κι απ’ τη σκλαβιά;
Εσύ δεν είσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
πού τάφερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νιά τότε και καλή,
βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;

Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
Του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
Του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ’ έκαναν στ’ αμόνι απάνω άντρα
Ο παντοδύναμος ο χρόνος
κ’ η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;

Μήπως σου πέρασε απ’ το νού,
πώς θα μού ’ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
καί θάφευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δέν ωριμάσαν όλα;
Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
απάνω στη δική μου εικόνα,
γενιά, πού νάναι σάν κ’ εμένα,
νά κλαίει και νάχει βάσανα,
νάχει χαρές κι απολάψες
και να σού δείχνει καταφρόνια,
Καθώς εγώ!

Joh.Wolf.Goethe «Ν. Εστία » 1- 6- 1952
ΜΤΦΡ. ΝΙΚΟΣ Α. ΣΕΡΕΣΛΗΣ